Όποιος μιλήσει με έμπειρους στρατιωτικούς ή σοβαρούς γεωπολιτικούς αναλυτές θα διαπιστώσει ότι το απευκταίο, δηλαδή μια στρατιωτική αντιπαράθεση με την Τουρκία, δεν ανάγεται πλέον στη σφαίρα της φαντασίας. Είναι πιθανή. Και είναι πιθανή για τρεις κυρίως λόγους.

Ο ένας είναι ότι η Τουρκία, επειδή κάνει μια αγωνιώδη προσπάθεια να καταστεί περιφερειακή δύναμη –και το αποτέλεσμα θα κριθεί από τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο–, άνοιξε όλα τα μέτωπα. Και με την Ελλάδα. Δεν είναι μόνο το παιχνίδι της ηγεμονίας στην περιφέρεια. Είναι και τα κέρδη που θα προκύψουν από τη διεκδίκηση ενεργειακών αποθεμάτων ή ενεργειακών οδών. Και το παιχνίδι αυτό είναι πολύπλοκο και σκληρό.
Ο άλλος είναι η προσπάθεια του Ερντογάν να γίνει σουλτάνος. Φαίνεται πως οι αριθμοί δεν του βγαίνουν για τις αναμενόμενες προεδρικές εκλογές. Το κόμμα του, και ο ίδιος, έχουν αρχίσει να υφίστανται φθορά στην τουρκική κοινωνία και αυτό τον αναγκάζει να αναζητά συμμαχίες στο εσωτερικό και προκλήσεις στο εξωτερικό. Ο αντιαμερικανισμός του αλλά και οι προκλήσεις του προς την Ελλάδα διεγείρουν τα τουρκικά εθνικιστικά αντανακλαστικά και ο Ερντογάν συναγωνίζεται τον ατυχή κεμαλιστή ηγέτη Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου σε υπερβολές.
Η τρίτη παράμετρος είναι η εμπλοκή του στη Συρία και, τελευταία, στην Αφρίν. Οι πολυάριθμες δυνάμεις του, με τον πολύ καλό εξοπλισμό, συναντούν την ηρωική, αποτελεσματική αντίσταση των Κούρδων του Αφρίν αλλά και των Κούρδων που μέχρι χθες πολεμούσαν το Ισλαμικό Κράτος ανατολικότερα. Στις δυνάμεις αυτές έχουν προστεθεί και πολιτοφυλακές που υποστηρίζουν τον Άσαντ, καθεστωτικές δηλαδή, και αγωνίζονται για τη χώρα τους.
Ακόμη και αν καταλάβει η Τουρκία το Αφρίν, το θέμα είναι τι θα κάνει στη συνέχεια. Σε πολιτικό επίπεδο θα βρεθεί σε αδιέξοδο διότι το συριακό καθεστώς θα εγείρει στα διεθνή όργανα το ζήτημα της κατοχής της επικράτειάς του από την Τουρκία. Θα φέρει σε δύσκολη θέση και τον σύμμαχό του Βλαντίμιρ Πούτιν, διότι ο τελευταίος θα πρέπει να αναζητήσει τη χρυσή τομή μεταξύ συμμάχων του Άσαντ και Ερντογάν. Αλλά κυρίως θα αντιμετωπίσει τον ανταρτοπόλεμο των Κούρδων, οι οποίοι είναι συνηθισμένοι σ αυτού του είδους τις μάχες.
Ο Ερντογάν και η Τουρκία θα βγουν τραυματισμένοι από την Αφρίν και τη Συρία και το ζήτημα είναι πως θα διαχειριστούν έναν λαό, τον τουρκικό, που είναι συνηθισμένος στο αήττητο του τουρκικού στρατού και το μεγαλείο της χώρας τους.
Πρόσφορη επιλογή είναι η αντιπαράθεση με την Ελλάδα. Η οποία, κινούμενη σε έναν μεταφυσικό κόσμο, ζει στις φαντασιώσεις της. Ως γνήσια πλατωνική, η σημερινή Ελλάδα βιώνει με καταστρεπτικό και ελάχιστα κατανοητό τρόπο την περί ιδεών θεωρία του μεγάλου φιλοσόφου.
Οι συζητήσεις που γίνονται πλέον δημοσίως για την εξέλιξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων, παρόλο που διακρίνονται από τα γνωστά ελληνικά χαρακτηριστικά (ο κάθε υπεύθυνος προσπαθεί να ρίξει τις ευθύνες σε κάποιον άλλο χρησιμοποιώντας τον χρήσιμο ηλίθιο, τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης), οδηγούν στην κατάληξη ότι μια στρατιωτική αντιπαράθεση Ελλάδας και Τουρκίας ανάγεται, πλέον, στη σφαίρα του εφικτού και όχι της φαντασίας, και πως την ενδεχόμενη σύγκρουση θα την διαχειριστούμε μόνοι μας. Δεν υπάρχουν ούτε συμμαχίες ούτε σύμμαχοι. Ίσως μόνο για καλά λόγια σε διεθνή φόρα, και αυτό εφόσον τα συμφέροντά μας συμπίπτουν με τα δικά τους.
Η επανάληψη αυτού του πολύ πιθανού σεναρίου, δηλαδή μιας στρατιωτικής αντιπαράθεσης, έχει ένα ευεργετικό αποτέλεσμα. Κουνά την ελληνική κοινωνία από το λήθαργο στον οποίο έχει περιέλθει. Την κάνει να ενδιαφέρεται να μάθει, να αναζητά πώς θα εξελιχθεί μια τέτοια αντιπαράθεση, τις επιπτώσεις που θα έχει, και προβληματίζεται πως σε τέτοιες κρίσιμες στιγμές χρειάζονται ικανές πολιτικές ηγεσίες. Τις έχει η χώρα; Η κοινή γνώμη αμφιβάλλει. Από αυτής της πλευράς, μια πιθανή εξέλιξη –έστω και περιορισμένης– ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης ίσως διεγείρει αντανακλαστικά αυτοσυντήρησης της κοινωνίας και των κρατικών θεσμών.
Το μαχαίρι έφθασε στο κόκαλο. Η σύλληψη των δύο Ελλήνων στρατιωτικών το δείχνει.
Ή θα αφυπνισθούμε και θα εξασφαλίσουμε το χώρο που θεωρούμε πατρίδα μας και στον οποίο αναπτύσσουμε τη δημοκρατία, τον τρόπο ζωής μας και την ελευθερία μας, ή θα βρεθούμε στο δίλημμα στρατιωτική αντιπαράθεση ή απώλεια εδάφους. Το δίλημμα δεν είναι ψευδές, δεν είναι φανταστικό, δεν είναι κατασκευασμένο. Είναι πραγματικό.
Τα τελευταία αρκετά χρόνια δεν έχουμε απλώς μια ερασιτεχνική αντιμετώπιση της αποτρεπτικής ικανότητας του στρατού, αλλά και μια αποδόμηση και γελοιοποίηση οποιουδήποτε προβληματισμού έθετε το ζήτημα της ισχύος. Οι χαρακτηρισμοί εναντίον όσων επιχειρούσαν να εγείρουν ανάλογα ζητήματα ήσαν άφθονοι. Βεβαίως, όσοι αγωνιούν ή θα προσπαθήσουν να διατηρήσουν την ανεξαρτησία –και συνεπώς τη δημοκρατία και την ελευθερία– αυτής της χώρας ενώ θα υποστούν τη λοιδορία των ημιμαθών, θα τους διασφαλίσουν έναν ασφαλή χώρο για τη δραστηριότητά τους. Ακόμη και όσων εζήλωσαν τη δόξα Πουλιόπουλου στον μικρασιατικό πόλεμο. Αλλά αυτό είναι το τίμημα, ή αν θέλετε, το μεγαλείο των δημοκρατικών καθεστώτων.
Υπάρχει μία ακόμη διάσταση στην ελληνοτουρκική αντιπαράθεση που θα πρέπει να επισημανθεί: ο αμερικανικός παράγων. Δεν πρόκειται να προστρέξει ως αρωγός της Ελλάδας, αλλά των δικών του συμφερόντων. Και αυτήν την περίοδο τα συμφέροντα των ΗΠΑ δεν συγκλίνουν με τα τουρκικά στην περιοχή. Αυτό θα φανεί εναργέστερα τις επόμενες ημέρες όταν η Exxon επιχειρήσει τη γεώτρησή της στο Οικόπεδο 10 της κυπριακής ΑΟΖ.
Αλλά πέραν των ελληνοτουρκικών, τα συμφέροντα ΗΠΑ-Τουρκίας αποκλίνουν ευρύτερα.
Πριν λίγες ημέρες το αμερικανικό National Interest δημοσίευσε άρθρο με τίτλο «Stop pretending America and Turkey are allies» (Σταματήστε να προσποιείστε ότι Αμερική και Τουρκία είναι σύμμαχοι), στο οποίο, μεταξύ άλλων, υπήρχαν οι εξής ενδιαφέρουσες επισημάνσεις:
Αντί να θυσιάζει αμερικανικές αξίες και συμφέροντα, η Ουάσινγκτον πρέπει να εγκαταλείψει τις φανταστικές προσδοκίες της και να δημιουργήσει μια πιο ρεαλιστική σχέση με τον Ερντογάν.
Θα ήταν ανόητο να υποθέσουμε ότι η Τουρκία θα ανταποκριθεί στις δεσμεύσεις της προς τη συμμαχία εάν η Ρωσία κατέληγε σε πόλεμο με την Αμερική ή την Ευρώπη (σ.σ.: ευτυχώς που άρχισαν να το αντιλαμβάνονται).
Καλύτερα, για τα δύο έθνη, να χωριστούν, με την Άγκυρα να εγκαταλείπει το ΝΑΤΟ. Στη συνέχεια οι δύο κυβερνήσεις θα μπορούσαν να δημιουργήσουν μια πιο πρακτική και συναλλακτική σχέση, επικεντρωμένη σε τομείς συνεργασίας.
Η Τουρκία δεν είναι πλέον σύμμαχος. Η διμερής σχέση δεν ήταν ποτέ ζωτικής σημασίας. Σήμερα διασώζεται ελάχιστα.
Και άλλα τέτοια ωραία. Άρχισαν να αντιλαμβάνονται πού έχουν μπλέξει οι Αμερικανοί; Ας το ελπίσουμε. Θα φανεί από την πολιτική που θα ακολουθήσουν το επόμενο διάστημα.
pontos-news.gr