Τρίτη 17 Μαρτίου 2015

Οι... εθνικές ταπεινώσεις στις γελοιογραφίες του 19ου αιώνα

Διαχρονικό χιούμορ

Στο πρώτο μέρος του ειδικού αφιερώματός μας παρουσιάστηκαν ορισμένες γελοιογραφίες από τη σατιρική εφημερίδα Νέος Αριστοφάνης που αποτυπώνουν με τον πιο γλαφυρό τρόπο το πολιτικό κλίμα στην Ελλάδα μετά τη χρεοκοπία του 1893.
Οι γελοιογραφίες επιλέχτηκαν με κριτήριο την απεικόνιση της Γερμανίας σε αυτές. Μέσα από την σοβαρή πλευρά μιας αστείας τέχνης επιχειρούμε και στο δεύτερο μέρος του αφιερώματος να κατανοήσουμε τις ρίζες της σημερινής ιστορικής συγκυρίας, εντοπίζοντας τομές και συνέχειες σε μια εποχή τελείως διαφορετική από τη δική μας, όπου όμως οι σχέσεις Ελλάδας και Γερμανίας τέθηκαν και τότε σε σοβαρή κρίση.
Γελοιογραφίες και γερμανικός ιμπεριαλισμός
Η πολιτική γελοιογραφία αποτελεί διαχρονικά ένα ιδιαίτερα δυναμικό εκφραστικό μέσο. Ήδη από τον 19ο αιώνα συνιστά έναν «σημαντικό φορέα έκφρασης της πολιτικής κουλτούρας, αντικατοπτρίζοντας πιστότατα, μολονότι πολλές φορές απλουστευτικά, τις κυρίαρχες θέσεις και απόψεις μια μερίδας της κοινής γνώμης, που διαμορφώνεται ή εκφράζεται μέσω του τύπου» [1] ακροβατώντας ανάμεσα στην πολιτική ιστορία και το λαϊκό θυμικό. Εξέχον παράδειγμα σατιρικού τύπου απ’ όπου προέρχεται η πλειονότητα των γελοιογραφιών, αποτελεί για την τελευταία δεκαπενταετία του 19ου αιώνα η σατιρική εικονογραφημένη εφημερίδα Νέος Αριστοφάνης (εξέλιξη του Αριστοφάνη των ετών 1874-1883). Η ιμπεριαλιστική πολιτική της Γερμανίας ήταν ένας από τους αγαπημένους στόχους των γελοιογραφιών του Νέου Αριστοφάνη. Καθ’ όλη τη διάρκεια της κυκλοφορίας του, διαπιστώνουμε ότι υπάρχει μια διαχρονική σταθερά ως προς την αντιμετώπιση των σχέσεων Ελλάδας και Γερμανίας. Συνήθως η Γερμανία απεικονίζεται στο πλευρό των άλλων ευρωπαϊκών Δυνάμεων, ξεχωρίζοντας από το χαρακτηριστικό αυτοκρατορικό κράνος του πρωσικού στρατού. Και αν η εικόνα των λοιπών Ευρωπαίων διαφοροποιείται ανάλογα με τη συγκυρία, η παρουσία του Γερμανού αποπνέει πάντα μια βλοσυρότητα. Η απεικόνισή του είναι αδιαφοροποίητα στερεοτυπική: ο Γερμανός, είτε ως σιδηρούς καγκελάριος, είτε ως πιστωτής που αφαιμάσσει τη χρεωκοπημένη ελληνική οικονομία, είτε, αργότερα, σε μεταγενέστερα έντυπα, ως ιμπεριαλιστής των Κεντρικών Δυνάμεων, εμφανίζεται διαχρονικά ως δυνάστης, καταπιεστής, άδικος απέναντι στα ελληνικά εθνικά δικαια και σύμμαχος των «προαιώνιων εχθρών του ελληνισμού» (Βουλγάρων, Τούρκων ή όποιων άλλων αναδεικνύει η εκάστοτε συγκυρία).
Η παρακάτω γελοιογραφία προέρχεται από την εποχή της πολεμικής επιστράτευσης του Δηλιγιάννη που προέκυψε μετά την κρίση της Ανατολικής Ρωμυλίας και οδήγησε στον ναυτικό αποκλεισμό των ελληνικών παραλίων από μοίρα των Μεγάλων Δυνάμεων. Απεικονίζει έναν πιτσιρικά με φουστανέλα να απειλεί να τινάξει το καράβι της Ευρώπης στον αέρα, εάν δεν γίνουν δεκτές οι εθνικές διεκδικήσεις της Ελλάδας.
Οι Ευρωπαίοι, με διαφοροποιήσεις, έχουν στραμμένα τα όπλα τους προς τον άτακτο Έλληνα, υποδηλώνοντας τους ευρωπαϊκούς εκβιασμούς έναντι του ατίθασου βασιλείου.
Ο Γερμανός καγκελάριος Όττο φον Μπίσμαρκ διακρίνεται βλοσυρότερος όλων, δεξιά από το κατάρτι.
Λεζάντα σκίτσου: 
-Βρε παληόπαιδο ρίξε το δαυλό στη θάλασσα για θα σε πνίξωμεν.
-Μη μ' εγκίξετε γιατί θ' ανάψω τη φωτιά και θα καούμε όλοι. [2] 
Η Γερμανία και η Μεγάλη Ιδέα
Η χρεοκοπία του ελληνικού κράτους το 1893 ήρθε να προστεθεί στις εθνικές ταπεινώσεις των προγενέστερων ετών. Οι εξελίξεις στη Νοτιοανατολική Ευρώπη πριν και μετά το Συνέδριο του Βερολίνου (1878) ήταν καταφανώς αρνητικές για το καχεκτικό βασίλειο. Η κυριότερη συνέπειά τους ήταν ότι αναζωπύρωσαν τις εστίες ανάφλεξης των Βαλκανίων και ανέδειξαν τους ανερχόμενους εθνικισμούς, σαφώς ανταγωνιστικούς προς τις μεγαλοϊδεατικές βλέψεις του ελληνικού βασιλείου. Η γερμανική αυτοκρατορία που δημιουργήθηκε το 1871 μετά την ενοποίηση των 36 γερμανόφωνων κρατιδίων υπό την ομπρέλα της Πρωσίας, δεν άργησε να εμπλακεί εμμέσως στις ελληνικές υποθέσεις μετά την πρώτη μεγάλη κρίση του Ανατολικού Ζητήματος (1875-1877). Η εμπλοκή αυτή έλαβε πιο επιθετικό χαρακτήρα μετά την παραίτηση του Μπίσμαρκ το 1890, διαδραματίζοντας έναν αρνητικό προς τις ελληνικές επιδιώξεις ρόλο, τόσο στα θέματα εξωτερικής πολιτικής, όσο και σε αυτά της οικονομίας. Ήδη το Ράιχ του "Σιδηρού Καγκελάριου" είχε προσανατολιστεί από τη δεκαετία του 1880 «φιλοτουρκικά», προς μια οικονομική πολιτική «διείσδυσης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία της γερμανικής εξαγωγικής βιομηχανίας και των γερμανικών τραπεζών». [3] Όταν ανέλαβε ο νέος Κάιζερ, η σύγκρουση της Weltpolitik του με τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα προέκυψε αναπόφευκτα στον βαθμό που η ιμπεριαλιστική Γερμανία επιδίωξε μια ακόμα πιο ενεργή ανάμιξη στην Εγγύς Ανατολή. Το αίσθημα αδικίας της Ελλάδας επιτείνεται στην ιδέα ότι το «Ευρωπαϊκό Κονσέρτο», παρόλες τις παραφωνίες του, στο θέμα του Ανατολικού Ζητήματος παίζει τον κοινό του σκοπό «εις λογαριασμόν της Τουρκίας», όπως περιγράφει σχετική γελοιογραφία που δημοσιεύτηκε στον Νέο Αριστοφάνη (η Ελλάδα παρατηρεί έκπληκτη και απομονωμένη, τον χορό της Τουρκίας στον σκοπό των Ευρωπαίων οι οποίοι φορούν οθωμανικές ενδυμασίες. Ο Γερμανός καγκελάριος διακρίνεται στους καθιστούς, τρίτος εκ δεξιών). [4]

Στην εικονογραφία της εποχής, η Ελλάδα συχνά παρομοιάζεται με καράβι που προσπαθεί να σταθεί εν μέσω θυελλωδών ανέμων σε ένα φουρτουνιασμένο πέλαγος. Σε μια εικόνα με τέτοια θεματική, το καράβι με τη γαλανόλευκη επιχειρεί να προσεγγίσει το αλυτρωτικό όνειρο (την Κωνσταντινούπολη;) δυσχεραινόμενο όμως από τους αντίθετους ανέμους που προκαλούν αφενός οι Δυνάμεις, αφετέρου οι ελληνικοί κρατικοί θεσμοί (της Εκκλησίας συμπεριλαμβανομένης). Από τα κύματα του πελάγους ξεπροβάλλουν δύο πελώρια ψάρια με τα σκουφιά της Γαλλίας και της Ρωσίας. Ο φουστανελοφόρος λαϊκός άνθρωπος της εικόνας σκέφτεται με πολύ πιο απλό τρόπο τη στρατηγική που πρέπει να ακολουθήσει το πλοιάριο για να φτάσει στον προορισμό του, με τη βοήθεια των ψαριών. Εδώ, εν προκειμένω, έχουμε να κάνουμε με άλλη μια απόδειξη για το πόσο περίπλοκα και ατελέσφορα θεωρούσε ο εκδότης του Νέου Αριστοφάνη Πηγαδιώτης τα μέσα της διεθνούς διπλωματίας. [5]


Το 1896 θα κορυφωθεί η πρώτη φάση των αντιαρμενικών διωγμών οργανωμένων από τον Αβδούλ Χαμίτ Β’. Οι μαζικές εκτελέσεις εκατοντάδων χιλιάδων Αρμενίων που έλαβαν χώρα κατά την τελευταία διετία θα προκαλέσουν αποτροπιασμό στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη. Το αντιτουρκικό κλίμα που δημιουργήθηκε αποτυπώνεται εύστοχα στη λιθογραφία του Νέου Αριστοφάνη, με τους Ευρωπαίους ηγέτες ως «σωτήρες», να ομονοούν μπροστά στο δράμα του αρμενικού λαού, έχοντας απομονώσει τον «τύραννο» της Κωνσταντινούπολης. Ο Γερμανός καγκελάριος απεικονίζεται εδώ τέταρτος από αριστερά. [6]

Κρητικό ζήτημα και ελληνοτουρκικός πόλεμος
Ο απόηχος των σφαγών στην Αρμενία θα προκαλέσει όμως και μια σειρά αλυσιδωτών αντιδράσεων που συνδέονται με τις εθνικές εκκρεμότητες της Ελλάδας: στις αρχές του 1896 οι Κρήτες θα προβούν σε νέα εξέγερση αιτούμενοι την επαναφορά του καθεστώτος αυτονομίας της Συνθήκης της Χαλέπας που είχε ανασταλθεί το 1889 από τον ίδιο σουλτάνο που διέταξε τους διωγμούς των Αρμενίων. Όμως οι εκκλήσεις των Κρητών στις ευρωπαϊκές Δυνάμεις δεν στάθηκαν ικανές να τις πείσουν να μεσολαβήσουν στην Πύλη προς όφελός τους. Ειδικά η Γερμανία απέκλεισε κάθε βοήθεια, πιστή στο δόγμα ακεραιότητας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Μάλιστα επέρριψε κάθε ευθύνη στην Ελλάδα για την αναζωπύρωση του Κρητικού ζητήματος υπονομεύοντας ταυτόχρονα τις ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες για εξεύρεση λύσης. Ένα σκίτσο του Νέου Αριστοφάνη σατιρίζει την εμμονή του Γερμανού αυτοκράτορα κατά της κρητικής εξέγερσης: «Είμ’ εγώ ο Γουλιέλμος ο ατρόμητος... και όμως / εις το άκουσμα της Κρήτης με καταλαμβάνει τρόμος» λέει ο Κάιζερ, ενώ μια γυναίκα που φέρει το όνομα της Κρήτης εξέρχεται από ένα σεντούκι με ανάγλυφη τη μορφή του Αβδούλ Χαμίτ Β’ σαν νεκροκεφαλή. [7]
Η ναρκοθέτηση του διπλωματικού πεδίου από το Βερολίνο, καθώς και η παρακυβερνητική δράση της «Εθνικής Εταιρείας» οδήγησαν τελικώς τα πράγματα στην κήρυξη ελληνοτουρκικού πολέμου στις 6 Απριλίου 1897. Είχε προηγηθεί η αποβίβαση ελληνικών στρατευμάτων στην Κρήτη. Ένθερμος σύμμαχος της Υψηλής Πύλης κατά της Ελλάδας υπήρξε και πάλι το Βερολίνο, καταφέρνοντας να περάσει τις θέσεις του και σε όσες Δυνάμεις ακόμα αναγνώριζαν κάποια ελαφρυντικά στην ελληνική πλευρά, όπως η Ρωσία και η Αυστροουγγαρία. [8] Η τόσο απροκάλυπτα φιλοτουρκική στάση της Γερμανίας αποτέλεσε την έμπνευση για το επόμενο σκίτσο που απεικονίζει τον Βίλχελμ Β’ με οθωμανική ενδυμασία και ένα τεράστιο γιαταγάνι να ετοιμάζεται να αποκεφαλίσει την Ελλάδα (μια γυναίκα με ένα κεφάλι και πολλά σώματα που παραπέμπουν στις «αλύτρωτες πατρίδες»). [9]

Η σφοδρή ήττα της Ελλάδας μετά τον «ατυχή ελληνοτουρκικό πόλεμο» (που έληξε ένα μήνα αργότερα με παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων), την ανάγκασε να δεχτεί τους πολύ δυσμενείς όρους, απεκδυόμενη μεγάλο μέρος της εθνικής κυριαρχίας της. «Η νίκη έχει πολλούς πατέρες, αλλά η ήττα είναι ορφανή», αναφέρει ένα μεταγένεστερο γνωμικό. Και αυτό φαίνεται να ίσχυσε απόλυτα στην ήττα του 1897, καθώς η ελληνική κοινωνία δεν ήθελε να αποδεχτεί ότι ο εξαρχής προδιαγεγραμμένος ως προς τα αποτελέσματά του πόλεμος προέκυψε από τον ξέφρενο ενθουσιασμό μιας αλυτρωτικά αφιονισμένης κοινής γνώμης. Απεναντίας, οι ευθύνες της ήττας καταλογίστηκαν αφενός στην ανεπάρκεια της κυβέρνησης Δηλιγιάννη και του βασιλιά Γεώργιου, αφετέρου στην υπονόμευση εκ μέρους των Μεγάλων Δυνάμεων. Αποκαλυπτική ως προς αυτή την αντίληψη είναι η εικόνα με τη λεζάντα «Οι εργάται της ήττας της Ελλάδος» που απεικονίζει τους ηγέτες της Αυστροουγγαρίας, της Γερμανίας και της Ρωσίας να έχουν παγιδεύσει την Ελλάδα επιτρέποντας στον σουλτάνο να της αποφέρει θανάσιμες μαχαιριές. (Ο Γερμανός Κάιζερ αποδίδεται -και εδώ- ως μανιακός ανθέλληνας που προσπαθεί να σκοτώσει την Ελλάδα πριν τον σουλτάνο (;), στραγγαλίζοντάς την. Από το βάθος παρακολουθούν απαθείς το φονικό ο Έλληνας πρωθυπουργός και ο βασιλιάς Γεώργιος Α'. [10]

 Ήττα και Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος
Σε φαινομενική αντιδιαστολή με τη δολοφονική στάση που φαίνεται να κρατάει η Γερμανία στην παραπάνω γελοιογραφία, η μεσολάβησή της ωστόσο στην Υψηλή Πύλη απέτρεψε την καταβολή εξοντωτικών πολεμικών αποζημιώσεων εκ μέρους της Ελλάδας. Αυτή η μεσολάβηση δεν οφειλόταν σε κάποια αιφνίδια φιλελληνική στροφή της γερμανικής κυβέρνησης, αλλά στην πίεση που δέχτηκε από τους Γερμανούς ομολογιούχους, οι οποίοι φοβούνταν ότι η ήττα θα προκαλούσε τέτοια οικονομική κατάρρευση στο ελληνικό κράτος, που θα το καθιστούσε ανίκανο να εξοφλήσει τους Γερμανούς κατόχους ελληνικών χρεoγράφων. [11] Ο πραγματικός στραγγαλισμός της Ελλάδας στην τότε συγκυρία ήταν οικονομικός, αφού την επαύριον της ήττας η κυβέρνηση Ράλλη (που διαδέχτηκε αυτή του Δηλιγιάννη) υποχρεώθηκε να υποβληθεί σε δυσμενείς όρους διεθνούς ελέγχου για την εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους της. Ο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος (Δ.Ο.Ε.) που της επιβλήθηκε βρέθηκε στο στόχαστρο τόσο του ελληνικού τύπου, όσο και των γελοιογραφιών ειδικότερα. Για τον Νέο Αριστοφάνη ο Δ.Ο.Ε. ήταν συνδεδεμένος με το ελληνικό εθνικό ζήτημα, καθώς παρουσιάζει τη Μεγάλη Ιδέα (Μακεδονία, Κρήτη, Κωνσταντινούπολη) ως έναν νεκρό νεαρό άνδρα, αλυσοδεμένο και καταπλακωμένο από έναν βράχο που γράφει «Έλεγχος». Γύρω του, οι αντιπρόσωποι των ομολογιούχων ψάλλουν τη νεκρώσιμη ακολουθία ενδεδυμένοι ως καθολικοί ιερείς. Καθένας από αυτούς κρατάει από ένα τελετουργικό αντικείμενο πάνω στο οποίο αναγράφεται σε εκατομμύρια το ποσό που χρωστάει η Ελλάδα στους ομολογιούχους κάθε χώρας. Ο Γερμανός αντιπρόσωπος ξεχωρίζει βέβαια λόγω του κράνους και των χρωμάτων του Ράιχ (μαύρο-άσπρο- κόκκινο), ενώ την τελετή παρακολουθεί έντρομος ένας φουστανελοφόρος. [12]

Μετά από πολύμηνη διακοπή της κυκλοφορίας του [13] ο Νέος Αριστοφάνης επανέρχεται στο μοτίβο της «θανατικής καταδίκης» παρουσιάζοντας την Ελλάδα να σύρεται από τον Δηλιγιάννη στην αγχόνη του Ελέγχου, στην οποία την οδήγησαν οι «1 δισεκατομμύριο εβραιογερμανικαί απαιτήσεις». Τη σκηνή του απαγχονισμού παρακολουθεί πολυπληθές κοινό ενώ δήμιοι της μελλοθάνατης είναι ο Κάιζερ και ο Τσάρος. [14]

 ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[1] Λίνα Λούβη, Η ελληνική οικονομία του 19ου αιώνα με τη γραφίδα των γελοιογράφων, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος - Πρόγραμμα Ερευνών Ιστορικού Αρχείου, Αθήνα 2011, σ. 12.
[2] Νέος Αριστοφάνης, 5 Ιουλίου 1886.
[3]  Κώστας Λούλος, Η γερμανική πολιτική στην Ελλάδα 1896-1914, Μορφωτικό Ινστιτούτο ΑΤΕ, Αθήνα 1990, σ. 19.
[4] Νέος Αριστοφάνης, 15 Σεπτεμβρίου 1891.
[5] Νέος Αριστοφάνης, 19 Μαΐου 1891.
[6] Νέος Αριστοφάνης, 21 Μαΐου 1897.
[7] Νέος Αριστοφάνης, 18 Ιουλίου 1897.
[8]  Κώστας Ράπτης, «Ελληνο-γερμανικές σχέσεις στη μετα-Οθωνική εποχη πριν και μετά το Συνέδριο του Βερολίνου», Ορόσημα ελληνο-γερμανικών σχέσεων, Πρακτικά ελληνο-γερμανικού συνεδρίου, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, Αθήνα 2010, σ. 98.
[9] Νέος Αριστοφάνης, [αγνώστων στοιχείων].
[10] Νέος Αριστοφάνης, 4 Ιουλίου 1897.
[11] Κώστας Ράπτης, ό.π., σ. 98.
[12] Νέος Αριστοφάνης, 27/6/1897.
[13] Λίνα Λούβη, Η ελληνική οικονομία..., ό.π., σ. 193.
[14] Νέος Αριστοφάνης, 25/3/1899.
* Ο Γιάννης Αντωνόπουλος είναι ιστορικός και σκιτσογράφος
Πηγή:
Βαρνάβας όμορφος τόπος να μένεις, δύσκολος να ζεις..

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ευχαριστούμε για την επίσκεψή σας...
Το παρόν διαδικτυακό μέσο ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει περί των επωνύμων ή ανωνύμων σχολίων που φιλοξενεί. Σε περίπτωση που θεωρείτε πως θίγεστε από κάποιο εξ αυτών, επικοινωνήστε μέσω της φόρμας επικοινωνίας έτσι ώστε να αφαιρεθεί.